κομμουνιστής

κομμουνιστής
ο, θηλ. κομμουνίστρια
αυτός που ασπάζεται τη θεωρία τού κομμουνισμού και αγωνίζεται για την επικράτησή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ουσ. communiste < commun «κοινός» (< λατ. communis «κοινός») + κατάλ. -iste (πρβλ. -ιστής). Για την ορθογραφία βλ. λ. κομμούνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κομμούνα — Βλ. λ. Κομούνα. * * * η 1. η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εξουσία 2. το σύνολο τών κομμουνιστών 3. (υβριστικά) κομμουνιστής 4. φρ. «κομμούνα τού Παρισιού» α) η δημοτική αρχή τού Παρισιού κατά τη διάρκεια τής… …   Dictionary of Greek

  • Врацанос, Антонис — Антонис Врацанос (Ангелулис) (греч. Αντώνης Βρατσάνος (Αγγελούλης), 1919 год Лариса (город)  25 ноября , 2008 года Афины) греческий коммунист, один из самых известных диверсантов греческого Сопротивления 1941 1944 гг. (Народно… …   Википедия

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • κομμουνιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κομμουνισμό (α. «κομμουνιστικό κόμμα» β. «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. communistic < communist (πρβλ. κομμουνιστής) + ic (πρβλ. ικός). Για την ορθογραφία… …   Dictionary of Greek

  • κομμούνι — το (υβριστικά) κομμουνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομμουν τού κομμουν ιστής + υποκορ. κατάλ. ι (με μειωτική σημ.) Για την ορθογραφία βλ. λ. κομμούνα] …   Dictionary of Greek

  • μαοϊσμός — ο το σύνολο τών θεωρητικών θέσεων που διατύπωσε για τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση τού σοσιαλισμού ο Κινέζος κομμουνιστής ηγέτης Μάο Τσε τουνγκ και το πολιτικό σύστημα που διαμόρφωσε και εφάρμοσε ο ίδιος και οι στενοί συνεργάτες… …   Dictionary of Greek

  • ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Τζον — (Reed, Πόρτλαντ 1887 – Μόσχα 1920). Συγγραφέας και δημοσιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1914 δημοσίευσε το βιβλίο του Το επαναστατημένο Μεξικό με το οποίο υποστήριξε τον επαναστατικό αγώνα… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”